ακέραιος
1ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀκέραιος — pure masc/fem nom sg …
3ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …
4ἀκεραιότερον — ἀκέραιος pure adverbial comp ἀκέραιος pure masc acc comp sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc comp sg …
5ἀκεραιοτάτων — ἀκέραιος pure fem gen superl pl ἀκέραιος pure masc/neut gen superl pl …
6ἀκεραιοτέραις — ἀκέραιος pure fem dat comp pl ἀκεραιοτέρᾱͅς , ἀκέραιος pure fem dat comp pl (attic) …
7ἀκεραιοτέρων — ἀκέραιος pure fem gen comp pl ἀκέραιος pure masc/neut gen comp pl …
8ἀκεραίως — ἀκέραιος pure adverbial ἀκέραιος pure masc/fem acc pl (doric) …
9ἀκέραιον — ἀκέραιος pure masc/fem acc sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc sg …
10σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …