αθωώνω

  • 1αθωώνω — αθωώνω, αθώωσα βλ. πίν. 3 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2αθωώνω — (Α ἀθῳώ, όω) απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τόν κηρύσσω αθώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. τού ἀθῳόω < ἀθῷος. ΠΑΡ. ἀθῷωσις νεοελλ. αθωωτής] …

    Dictionary of Greek

  • 3αθωώνω — αθώωσα, αθωώθηκα, αθωωμένος, απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία: Το δικαστήριο τον αθώωσε …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4αθωωτής — ο (θηλ. ώτρια) αυτός που αθωώνει κάποιον με τη μαρτυρία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθωώνω. ΠΑΡ. αθωωτικός] …

    Dictionary of Greek

  • 5αθώωση — η (AM ἀθῴωσις) απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση τής αθωότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀθῳῶ ( όω), νεοελλ. αθωώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 6απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …

    Dictionary of Greek

  • 7απογιγνώσκω — ἀπογιγνώσκω κ. απογινώσκω (Α) (νεοελλ., σε χρήση μόνο η μτχ. πρκμ. απεγνωσμένος, η, ο απελπισμένος, χωρίς ελπίδα επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική θέση για κάτι αρχ. 1. παραιτούμαι από ένα σχέδιο, εγκαταλείπω τον σκοπό μου να πράξω κάτι 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 8αποδιαιτώ — ἀποδιαιτῶ ( άω) (Α) 1. αθωώνω κάποιον ως διαιτητής 2. αποφασίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διαιτώ ( άω) «είμαι διαιτητής, κρίνω ή δικάζω ως διαιτητής, αποφασίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 9αποδικάζω — ἀποδικάζω (Α) αθωώνω …

    Dictionary of Greek

  • 10απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …

    Dictionary of Greek