Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αγκίδα

  • 1 αγκίδα

    [ангида] ουσ. Θ. щепка, заноза.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγκίδα

  • 2 заноза

    заноза ж η αγκίδα
    * * *
    ж
    η αγκίδα

    Русско-греческий словарь > заноза

  • 3 занозить

    заноз||и́ть
    сов μοῦ μπαίνει ἀγκίδα:
    \занозитьи́ть палец μοῦ μπήκε ἀγκίδα στό δάκτυλο.

    Русско-новогреческий словарь > занозить

  • 4 занозить

    -ожу, -озишь
    ρ.σ.μ.
    μου μπαίνει αγκίδα•

    занозить палец μου μπαίνει αγκίδα στο δάχτυλο.

    Большой русско-греческий словарь > занозить

  • 5 заноза

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заноза

  • 6 заноза

    заноз||а
    ж ἡ ἀγκίδα, ἡ ἀκίς.

    Русско-новогреческий словарь > заноза

  • 7 заноза

    [ζανόζα] ουσ. θ. αγκίδα

    Русско-греческий новый словарь > заноза

  • 8 заноза

    [ζανόζα] ουσ θ αγκίδα

    Русско-эллинский словарь > заноза

  • 9 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 10 вытащить

    -щу, -щишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, εξάγω• σέρνω, τραβώ προς τα έξω•

    вытащить мешок со склада σέρνω το τσουβάλι έξω από την αποθήκη.

    2. εκβάλλω, εκδιώκω•

    -ли пьяного из пивной έβγαλαν έξω το μεθυσμένο από τη μπυραρία.

    3. αφαιρώ, αποσπώ•

    -гвоздь βγάζω το καρφί•

    вытащить зуб βγάζω το δόντι•

    вытащить занозу βγάζω την αγκίδα.

    4. κλέβω, υπεξαιρώ•

    часы -ли у меня в автобусе μου ‘κλεψαν το ρολόι στο λεωφορείο.

    5. μτφ. τρομάζω, δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι•

    вытащить мужа в театр τρομάζω να πάρω το σύζυγο στο θέατρο.

    6. γλυτώνω, απαλλάσσω•

    вытащить друга из беды βγάζω το φίλο από τη δυστυχία.

    βγαίνω, εξάγομαι•

    гвоздь -лся το καρφί βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > вытащить

  • 11 заноза

    θ.
    αγκίδα.
    (απλ.) ενοχλητικός άνθρωπος, κουνούπι, τσιμπούρι.

    Большой русско-греческий словарь > заноза

  • 12 тащить

    тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ•

    тащить на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ•

    тащить лодку в воду σύρω τη βάρκα στο νερό•

    тащить чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα από κάτω από το κρεβάτι.

    || βγάζω τραβώντας•

    тащить сапог с ноги τραβώ (να βγάλω) τη μπότα από το πόδι.

    2. κουβαλώ• μεταφέρω•

    тащить на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό.

    || φέρω•тащитьи суп φέρε σούπα.
    3. οδηγώ•

    тащить за руку οδηγώ από το χέρι•

    тащить друга в театр -παίρνω το φίλο στο θέατρο.

    4. βγάζω, εξάγω•

    гвоздь из стены βγάζω το καρφί από τον τοίχο•

    тащить зуб βγάζω το δόντι•

    тащить занозу βγάζω την αγκίδα•

    тащить письмо из кармана βγάζω το γράμμα από την τσέπη.

    5. κλέβω.
    1. σύρομαι, σέρνομαι•

    подол -лся по полу ο ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα.

    2. βαδίζω αργά, με δυσκολία•

    он не шл, а -лся αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν.

    3. πηγαίνω, ταξιδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > тащить

См. также в других словарях:

  • αγκίδα — η 1. μύτη ξύλου: Μου μπήκε μια αγκίδα στο δάχτυλο. 2. ενόχληση: Αρκετόν καιρό τώρα έχω αυτή την αγκίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκίδα — και γκίδα, η 1. μικρό βελονοειδές τμήμα ξύλου, σχίζα, σκλήθρα 2. αγκάθι 3. διαβολή, ραδιουργία 4. αυτό που τρυπά, στενοχωρεί την ψυχή (στενοχώρια, έρωτας κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκίς. Η τροπή τού κ σε γκ με επίδραση από τα αγκίστρι, αγκύλη κ.ά …   Dictionary of Greek

  • αγκιδούλα — η [αγκίδα] μικρή αγκίδα …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • αγκίδι — το [ἀκίδιον] η αγκίδα* …   Dictionary of Greek

  • αγκύλι — το οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. τού αρχ. ἀγκύλη] …   Dictionary of Greek

  • καλάμιον — καλάμιον, τὸ (Α) [κάλαμος] 1. (υποκορ. τού κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι 2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών 3. το πρόσθιο οστό τής κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι 4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα 5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) …   Dictionary of Greek

  • κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… …   Dictionary of Greek

  • σκόλαπος — ὁ, Α [σκόλοψ] αγκίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»