άλλος
1ἅλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg …
2ἄλλος — y masc nom sg …
3άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …
4άλλος — η, ο αόριστη αντωνυμία 1. φανερώνει κάτι διαφορετικό από τα ως τα τώρα γνωστά: Άλλα απ αυτά που βλέπεις δεν έχω. 2. διαφορετικός, αλλιώτικος: Να τον δεις, έγινε άλλος άνθρωπος. 3. στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων χωρίς άρθρο,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6ἄλλω — ἄλλος y neut nom/voc/acc dual ἄλλος y masc nom/voc/acc dual ἄλλος y neut gen sg (doric aeolic) ἄλλος y masc gen sg (doric aeolic) …
7ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …
8ἄλλων — ἄλλος y neut gen pl ἄλλος y fem gen pl ἄλλος y masc gen pl …
9κἄλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg …
10ἄλλαι — ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …