) το χάρισμα
1Χάρισμα — (charisma) (греч.) см. Xаризма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …
2χάρισμα — grace neut nom/voc/acc sg …
3χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… …
4χάρισμα — το, ατος 1. ό,τι χαρίζεται, δώρο, δωρεά. 2. προσόν, προτέρημα, αρετή, δώρο της φύσης, ταλέντο: Η ομορφιά είναι φυσικό χάρισμα. 3. ως επίρρ. σημαίνει δωρεάν, τζάμπα: Μου τα δωσε χάρισμα. 4. φρ., «χάρισμά σου», σου το χαρίζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5χάρισμ' — χάρισμα , χάρισμα grace neut nom/voc/acc sg …
6χαρισμάτων — χάρισμα grace neut gen pl …
7χαρίσμασι — χάρισμα grace neut dat pl …
8χαρίσμασιν — χάρισμα grace neut dat pl …
9χαρίσματα — χάρισμα grace neut nom/voc/acc pl …
10χαρίσματι — χάρισμα grace neut dat sg …