) το σύνθημα
1σύνθημα — anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …
2σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… …
3σύνθημα — το 1. προσυμφωνημένο σημείο συνεννόησης: Αποκαλύφθηκαν τα συνθήματά τους. – Δόθηκε το σύνθημα της μάχης. 2. σύντομη φράση που εκφράζει τις βασικές επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας παράταξης κτλ.: Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. – Έγραψαν στους… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …
5ξύνθημα — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …
6σύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …
7συνθημάτων — σύνθημα anything agreed upon neut gen pl …
8συνθήμασι — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …
9συνθήμασιν — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …
10συνθήματα — σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc pl …