) το συμπέρασμα 2) (
1συμπέρασμα — finishing neut nom/voc/acc sg …
2συμπέρασμα — το, ΝΜΑ [συμπεραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπεραίνω, η κατά αναγκαίο τρόπο συναγόμενη από δύο προκείμενες προτάσεις κρίση (α. «το συμπέρασμα συνάγεται εύκολα» β. «τὸν αὐτὸν τρόπον δειχθήσεται διὰ τῆς ἀντιστροφῆς, ὅτι τὸ συμπέρασμα… …
3συμπέρασμα — το κρίση που συνάγεται λογικά από άλλες: Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατή η θεραπεία αυτής της αρρώστιας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συμπερασμάτων — συμπέρασμα finishing neut gen pl …
5συμπεράσμασι — συμπέρασμα finishing neut dat pl …
6συμπεράσμασιν — συμπέρασμα finishing neut dat pl …
7συμπεράσματα — συμπέρασμα finishing neut nom/voc/acc pl …
8συμπεράσματι — συμπέρασμα finishing neut dat sg …
9συμπεράσματος — συμπέρασμα finishing neut gen sg …
10συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …