) το διάλειμμα
1διάλειμμα — interstice neut nom/voc/acc sg …
2διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… …
3διάλειμμα — το η σύντομη διακοπή μιας ενέργειας ή κατάστασης, η ανάπαυλα: Οι μαθητές περιμένουν το διάλειμμα με ανυπομονησία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διαλειμμάτων — διάλειμμα interstice neut gen pl …
5διαλείμμασι — διάλειμμα interstice neut dat pl …
6διαλείμμασιν — διάλειμμα interstice neut dat pl …
7διαλείμματα — διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl …
8διαλείμματι — διάλειμμα interstice neut dat sg …
9διαλείμματος — διάλειμμα interstice neut gen sg …
10διαλείμματ' — διαλείμματα , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl διαλείμματι , διάλειμμα interstice neut dat sg διαλείμματε , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc dual …