) τα γυαλικά
1βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …
2γυαλάδικο — το [γυαλί] 1. εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται γυάλινα αντικείμενα 2. κατάστημα όπου πωλούνται γυαλικά …
3γυαλικό — το συνήθως στον πληθ. τα γυαλικά (και υαλικά) σκεύη από γυαλί …
4υαλικός — ή, ό / ὑαλικός, ή, όν, ΝΑ [ὕαλος] νεοελλ. 1. (λόγ. τ.) κατασκευασμένος από γυαλί, γυάλινος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υαλικά οικιακά σκεύη από γυαλί, γυαλικά αρχ. 1. κατάλληλος για την παρασκευή υάλου 2. (το αρσ.) ὑαλικός (κατά τον Ησύχ.)… …
5χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… …
6Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …
7Σέρρας, Βαρθολομαίος — Έλληνας διοικητής της αστυνομίας Καΐρου τον 18o αι. Ο Σ. ήταν κάτοικος Καΐρου στην εποχή της πολιορκίας της πόλης από τους Γάλλους του Βοναπάρτη. Όταν οι Μαμελούκοι εγκαταλείψανε την πόλη, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι της, έκαψαν τα ανάκτορα τους και… …
8γυαλικό — το σκεύος από γυαλί: Τα περισσότερα δώρα για το γάμο μας ήταν γυαλικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9μπουφές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.) 1. έπιπλο μέσα στο οποίο φυλάγονται τα γυαλικά του σπιτιού. 2. κυλικείο: Πήραμε καφέδες από τον μπουφέ της σχολής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10σερβάντα — η (λ. γαλλ.), έπιπλο στο οποίο τοποθετούν τα γυαλικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)