) οξυδερκής
1ὀξυδερκής — sharp sighted masc/fem nom sg …
2οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… …
3οξυδερκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, (από το οξύς και δέρκομαι=βλέπω) 1. αυτός που βλέπει πολύ καλά. 2. αυτός που έχει οξεία αντίληψη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀξυδέρκης — ὀξυδερκέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
5ὀξυδερκῆ — ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6ὀξυδερκέστερον — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial comp ὀξυδερκής sharp sighted masc acc comp sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc comp sg …
7ὀξυδερκεστάτων — ὀξυδερκής sharp sighted fem gen superl pl ὀξυδερκής sharp sighted masc/neut gen superl pl …
8ὀξυδερκές — ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem voc sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc sg …
9ὀξυδερκέστατα — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial superl ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl pl …
10ὀξυδερκέστατον — ὀξυδερκής sharp sighted masc acc superl sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl sg …