) η κρεμάστρα
1κρεμάστρα — κρεμάστρᾱ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem nom/voc/acc dual κρεμάστρᾱ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κρεμάστρα — η (AM κρεμάστρα) νεοελλ. έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων μσν. 1. κρεμάλα 2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού αρχ. 1. κρεμάθρα* 2. ο μίσχος απ όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).… …
3κρεμάστρα — η κρεμαστάρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κρεμάστρας — κρεμάστρᾱς , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem acc pl κρεμάστρᾱς , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem gen sg (attic doric aeolic) …
5κρεμάστραι — κρεμάστρᾱͅ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem dat sg (attic doric aeolic) …
6κρεμάστραν — κρεμάστρᾱν , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem acc sg (attic doric aeolic) …
7κρεμαστρῶν — κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem gen pl …
8κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …
9-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …
10αδραχτερή — η [αδράχτι] κρεμάστρα ή καλάθι, όπου τοποθετούνται τα αδράχτια …