) αφορώ

  • 1αφορώ — → δες αφορά …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2αφορώ — (AM ἀφορῶ, άω, Α και ἀπορέω, ιων. τ.) μσν. νεοελλ. αναφέρομαι σε κάποιον, έχω σχέση με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. αποβλέπω, αποσκοπώ 2. βλέπω προσεκτικά 3. αγναντεύω 4. συγκρίνω 5. υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ορώ ( άω) Το ρ. αφορώ απαντά… …

    Dictionary of Greek

  • 3αφορώ — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), αποβλέπω, αναφέρομαι, έχω σχέση με κάτι: Αυτό που λες δε με αφορά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4ἀφορῶ — ἀ̱φορῶ , ἀφοράω look away from imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀφοράω look away from pres imperat mp 2nd sg ἀφοράω look away from pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀφοράω look away from pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ἀφόρῳ — ἄφορος not bearing masc/fem/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 7αποβλέπω — (AM ἀποβλέπω) 1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά 2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ 3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει») 4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού μσν. νεοελλ. βλέπω το αποτέλεσμα νεοελλ. 1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 8απορέω — ιων. τ. βλ. αφορώ …

    Dictionary of Greek

  • 9διατείνω — (AM διατείνω) 1. τεντώνω, τείνω εντελώς 2. μέσ. διατείνομαι ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, επιμένω στη γνώμη μου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διατείνουσα κεραία τών παλαιών ιστιοφόρων, την οποία τοποθετούσαν για να επεκτείνουν τετράγωνο ιστίο και να… …

    Dictionary of Greek

  • 10εγγίζω — και αγγίζω και εγγιάζω και γγιάζω (AM ἐγγίζω) 1. είμαι κοντά, πλησιάζω 2. πλησιάζω το χέρι μου σε κάτι ώστε να ακουμπώ 3. (για χρόνο) πλησιάζω, κοντεύω («ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῡ Θεοῡ», ΚΔ Μάρκ.) μσν. νεοελλ. 1. πλησιάζω ερωτικά 2. πειράζω, ενοχλώ …

    Dictionary of Greek