)' πολυτελής (
91ԲԱԶՄԱՊԱՏԻՒ — ( ) NBH 1 414 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c ա. πολύτιμος, πολυτελής sumtuosus, pretiossus Մեծապատիւ, մեծաշուք. եւ Պատուական. մեծագին. բազում յարգի եւ պատուոյ արժանի. ... *Բազմապատիւ պատուով արժանի. *Բազմապատիւ պատուով մեծարեալ… …
92ԾԱՆՐ — (նու, ու. նունք. նունց.) NBH 1 1007 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. βαρύς gravis. Առաւելեալն կշռութեամբ. վասն որոյ դժուարաբառնալի, եւ վայրաբեր. դժուարաշարժ. հանդարտ. դանդաղ. անտանելի.… …
93ՄԵԾԱԳԻՆ — (գնի կամ գնոյ.) NBH 2 0235 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c ա. πολύτιμος, πολυτελής pretiosus, sumtuosus. Ծանրագին. բազմագին. թանկագին. պատուական. ազնիւ. թանկ, սուղ. ... *Նարդեան ազնուի մեծագնոյ (կամ մեծագնւոյ). Մրկ.… …
94ՊԱՏՈՒԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0618 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c ա. τίμιος, ἕντιμος, ἕνδοξος honorabilis, honoratus. Արժանի պատուոյ. պատուելի, պատուաւոր, յարգի. արգոյ. ազնիւ. փառաւոր. պատկառելի. պիտուական, աղէկ. ... *Եթէ հանցես զպատունկանն… …
95ՊԷՍՊԷՍ — ( ) NBH 2 0647 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ա. διάφορος differens, diversus ποικίλος varius. Այլեւայլ. զանազան. բազմօցինակ. ... *Զզինուցն զպէսպէս սրբութիւն, զնչանացն փողփողեալ: Պէսպէս մկրտութեամբք: Յուսմունս պէսպէսս… …
96έκδοση — η 1. η σύλληψη και παράδοση αλλοδαπού εγκληματία στις καταδιωκτικές αρχές της πατρίδας του: Έγινε η έκδοση στη Γαλλία του μεγάλου Γάλλου καταχραστή. 2. εκτύπωση και δημοσίευση έργου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) καθώς και το σύνολο των… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
97αδιαμάχητος — η, ο αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος: Πολυτελής διαβίωση είναι αδιαμάχητη απόδειξη ευπορίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
98καφτάνι — το (λ. τουρκ.), πολυτελής μανδύας ως τα πόδια με μακριά μανίκια και ζώνη στη μέση (με χρήση στην Τουρκία και Ρωσία παλιότερα) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
99λουξ — το άκλ. (λ. λατ.) 1. είδος λαμπτήρα. 2. ως επίθ., πολυτελής: Ταξίδεψα με το πλοίο σε καμπίνα λουξ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
100μαυσωλείο — το μεγάλος και πολυτελής τάφος που έχει σχήμα ναού ή μνημειακού οικοδομήματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)