)' πολυτελής (

  • 61μανδύας — Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον …

    Dictionary of Greek

  • 62μαργαριτογραμμένος — μαργαριτογραμμένος, η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος, σχεδιασμένος με μαργαριτάρια 2. πολυτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *μαργαριτογράφω (πρβλ. κοντυλο γραμμένος)] …

    Dictionary of Greek

  • 63μεγαλομερής — μεγαλομερής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από μεγάλα μέρη («τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα», Πλάτ.) 2. μεγαλοπρεπής, πολυτελής. επίρρ... μεγαλομερῶς (Α) 1. με μεγαλομερή σύσταση 2. μεγαλοπρεπώς («ὁ δῆμος μεγαλομερῶς ἐψηφίσατο» …

    Dictionary of Greek

  • 64παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 65παμπολυτελής — παμπολυτελής, ές (Α) πολυτελέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πολυτελής] …

    Dictionary of Greek

  • 66πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ …

    Dictionary of Greek

  • 67πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …

    Dictionary of Greek

  • 68πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… …

    Dictionary of Greek

  • 69πολυτελεύομαι — Α [πολυτελής] δαπανώ πολλά, ζω με πολυτέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 70πολυτελώ — έω, Α [πολυτελής] (κατά τον Φώτ.) ζω με πολυτέλεια, πολυτελώς, ξοδεύοντας πολλά χρήματα …

    Dictionary of Greek