)' πολυτελής (

  • 41πολυτελεστέρας — πολυτελεστέρᾱς , πολυτελής very expensive fem acc comp pl πολυτελεστέρᾱς , πολυτελής very expensive fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 42πολυτελεῖ — πολυτελέω to be extravagant pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πολυτελέω to be extravagant pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) πολυτελής very expensive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυτελής very expensive… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 43πολυτελεῖς — πολυτελέω to be extravagant pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) πολυτελής very expensive masc/fem acc pl πολυτελής very expensive masc/fem nom/voc pl (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 44мъногооустроинъ — (1*) пр. Дорогостоящий, требующий больших расходов: что ѥсть жена; и ѿвѣща домѹ пагѹба. печаль и злоба, животѹ плѣнъ и платежь всед҃ньнныи, вольна˫а рать, многѹстроина брань (πολυτελής) Пч к. XIV, 134 об …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 45έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …

    Dictionary of Greek

  • 46έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …

    Dictionary of Greek

  • 47ανάκτορο — το (Α ἀνάκτορον) συνήθως στον πληθ. τα ανάκτορα βασιλική κατοικία, παλάτι νεοελλ. μέγαρο, πολυτελής κατοικία αρχ. κατοικία θεού, ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκτωρ. ΠΑΡ. ανακτορικός νεοελλ. ανακτοροειδής] …

    Dictionary of Greek

  • 48αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …

    Dictionary of Greek

  • 49αρμάτα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόνιτσας. * * * (I) η η αρμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. armata «στόλος» (< λατ. armata, θηλ. του armatus, παθ. μτχ. του armo… …

    Dictionary of Greek

  • 50βίλα — η εξοχική πολυτελής κατοικία, έπαυλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. villa] …

    Dictionary of Greek