)' πολυτελής (
101πλούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές. 2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
102τουαλέτα — η (λ. γαλλ.). 1. έπιπλο με καθρέφτη και με είδη καλλωπισμού: Τουαλέτα στιλ Λουδοβίκου. 2. ιδιαίτερο δωμάτιο με όλα τα είδη καλλωπισμού, καλλωπιστήριο. 3. λουτρό μαζί με αποχωρητήριο. 4. σωματική περιποίηση και καλλωπισμός: Θέλει μια ώρα να κάνει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
103πολυτελεστέραν — πολυτελεστέρᾱν , πολυτελής very expensive fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
104πολυτελεστέρᾳ — πολυτελεστέρᾱͅ , πολυτελής very expensive fem dat comp sg (attic doric aeolic) …
105πολυτελῶν — πολυτελέω to be extravagant pres part act masc nom sg (attic epic doric) πολυτελής very expensive masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
106tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- — tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā English meaning: to transport, carry; to bear, suffer Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden” Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… …