(ἔπος τι
1ἔπος — vácas neut nom/voc/acc sg …
2έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …
3έπος — το γεν. ους, πληθ. η 1. (λογοτ.), επικό ποίημα, μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, η εποποιία. 2. μτφ., σπουδαία πράξη ή κατόρθωμα: Το έπος του 1940 …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Ὁπποῖον κ’εἴπησθα ἔπος, τοτόν κ’ἐπακούσαις. — См. Каково аукнется, таково и откликнется …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9τοὔπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg …
10τοὖπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg …