(ἐς αἴγιναν
1Αἴγιναν — Αἴγῑναν , Αἴγινα an Aeginetan fem acc sg …
2AEGINA — I. AEGINA Aristodemi, Spartanorum Regis uxor. Herodot. l. 6. II. AEGINA Asopi regis Boeotiae filia, quam Iuppiter amavit, et in ignem conversus compressit, ex qua postea Aeacum, et Rhadamanthum suscepit. Item insul. in qua Aeacus regnavit, olim… …
3κατακολπίζω — (Α) εισπλέω σε κόλπο, προσορμίζομαι («ἐπ Εὔβοιαν πλεούσας αὐτὰς ἐς Αἴγιναν κατακολπίσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολπίζω (< κόλπος)] …
4πολύξενος — Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Ελευσίνας, ή γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο ως ένας από τους 4 αρχηγούς των Επειών. 3. Συρακούσιος ηγεμόνας …
5προφαίνω — ΜΑ [φαίνω] φέρνω στο φως, φανερώνω (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί. β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. επιδεικνύω («οἱ πλουτοῡντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», Λουκιαν.) 2. αναδεικνύω, καθιστώ κάποιον… …