(ἄρθρων ἶνας

  • 1ιδίω — ἰδίω (Α) (σε περίπτωση τρόμου) ιδρώνω («πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρθρων ἶνας», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰδίω προέρχεται από αμάρτυρο *εἵδω, με ιωτακισμό και ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἶδος) + επίθημα *yε / yω ( ιω) και ανάγεται σε IE *sveid «ιδρώνω»] …

    Dictionary of Greek