(ἁλός
1Ἄλος — masc nom sg …
2άλος — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Κωμόπολη της αρχαίας Μαγνησίας στη Θεσσαλία. Υπολογίζεται ότι βρισκόταν ανάμεσα στον σημερινό Βόλο και στη Νέα Αγχίαλο. 2. Παράκτια πόλη της Λοκρίδας. 3. Πόλη της Θεσσαλίας που καταστράφηκε το 364 π.Χ. από τον… …
3ἁλός — ἅλς salt masc/fem gen sg …
4ἇλος — ἇ̱λος , ἧλος nail head masc nom sg (doric) …
5καλοκόκ(κ)αλος — η, ο αυτός που έχει γερά κόκαλα, δηλ. γερή κράση («ήτον εφτάψυχος αυτός ο καλοκόκκαλος», Παπαδ.) …
6μονοκόκ(κ)αλος — η, ο 1. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που αποτελείται κατά κάποιο τρόπο από ένα μόνο κόκαλο 2. δύσκαμπτος, άκαμπτος 3. σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων 4. ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος …
7Ὦλος — Ἄλος , Ἄλος masc nom sg …
8Ἄλε — Ἄλος masc voc sg …
9Ἄλοισιν — Ἄλος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10Ἄλον — Ἄλος masc acc sg …