(ἀτρείδας
1Ἀτρείδας — Ἀτρεΐδᾱς , Ἀτρείδης son of Atreus masc acc pl Ἀτρεΐδᾱς , Ἀτρείδης son of Atreus masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀτρείδᾱς , Ἀτρείδης son of Atreus masc acc pl Ἀτρείδᾱς , Ἀτρείδης son of Atreus masc nom sg (epic doric aeolic) …
2λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …