(ἀρούρας
1ἀρούρας — ἀρούρᾱς , ἄρουρα a ro u ra i fem acc pl ἀρούρᾱς , ἄρουρα a ro u ra i fem gen sg (attic doric aeolic) …
2THEBE — I. THEBE Latinis Thebae, urbs Boeotiae ad Ismenum Fluv. Aliquot milliar. ab Asopo in Boream regionis quondam primaria. Tiva Sophiano, et Stives, vel Stibes. Eius arx Camaea dicta fuit. Nunc vicus, paucorum incolarum, sub Turcis, 50. mill. pass.… …
3CELONES — in antiquo Lucii exemplari, apud Salmasium, ex Graeco est κήλων, unde κηλώνιον, apud Herodotum, l. 1. καὶ παραγίγεται ὁ ςῖτος οὐ καθάπερ εν Αἰγύπτῳ, τȏυ ποταμοῦ ἀναβαίνοντος εἰς αρούρας, ἀλλὰ χερςί τε καὶ κηλωνείοιςιν αρδόμενος. Et κηλωνήϊον,… …
4PARTHIA — I. PARTHIA Asiae regio, perampla, ab occasu Mediâ, ab Aquilone Hyrcaniâ, ab ortu Arianâ, a meridie Carmaniae desertis terminata. Parthenen Qu. Curtius vocat. l. 6. 2. c. ubi docet Parthos Scitharum progeniem esse, quod et Dionys. testatur.… …
5ημιαρούριον — ἡμιαρούριον, το (Α) πάπ. 1. (για έκταση γης) το ήμισυ αρούρας*, το μισό καλλιεργημένου αγρού 2. (ως μέτρο) το προϊόν, η παραγωγή τού ημιαρουρίου («χόρτου ἡμιαρούριον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αρούριον, υποκορ. τού άρουρα] …
6λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… …
7μυριάρουρος — μυριάρουρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δέκα χιλιάδες αρούρας, τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἄρουρα «γη μέτρο επιφανείας» (πρβλ. δεκ άρουρος)] …
8παλύνω — (Α) 1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.) 2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.) 3. αλείφω, χρίω 4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό… …
9προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… …
10προσκαταφυτεύω — Α [καταφυτεύω] φυτεύω επιπροσθέτως («προσκαταφυτεύειν ἀρούρας», πάπ.) …
- 1
- 2