(ἀπάτην

  • 1ἀπάτην — ἀπάτη trick fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱πάτην , ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱πάτην , ἀπατάω cheat imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀπατάω cheat imperf ind… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2видь — ВИД|Ь (6), И с. 1.Вид, образ, облик: три бо тысѩща коупно въ поустыню посла мнихы воѥвати, мниси же соуѥтьноую видь воиньскоую видѩще. (εἶδος) ГА XIII XIV, 233в. 2. Зрелище, картина: ѡ(т)вьрзеныма же ковьчегома. злыи смрадъ повѣ˫а иж нею. и… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3SYMPLEGADES — quae et Cyaneae, hodie le Pavonare, insul. duae, sive potius scopuli, trans Bosporum Thracium, in ipso Ponti Euxini ostio, mille quingentis passibus ab Europa distantes; tam modicô autem inter se discretae intervallô, ut ex adverso quidem… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4μαγγανεύω — (Α μαγγανεύω) [μάγγανο]. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά …

    Dictionary of Greek

  • 5παρυφίστημι — ΜΑ [υφίστημι] 1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.) 2. μέσ. παρυφίσταμαι υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 6υποτείνω — (I) ὑποτείνω, ΝΜΑ [τείνω] (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα αρχ. 1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.) 2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.) 3 …

    Dictionary of Greek

  • 7ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …

    Православная энциклопедия