(τὸ νέφος
1νέφος — cloud neut nom/voc/acc sg …
2νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …
3Νέφος μελάντερον ἠύτε πίσσα. — См. Как смоль черный …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4νέφος — το ους, νεφέλη, σύννεφο: Που ανεβαίνει στα νέφη απ τα πέλαγα, και απ τα νέφη στους κάμπους σταλάζει (Δροσίνης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αστρικό νέφος — Πυκνή συγκέντρωση αστέρων, που βρίσκονται κυρίως στη διεύθυνση της μεγαλύτερης κατανομής, δηλαδή στον πυρήνα του τοπικού Γαλαξία αλλά και κατά μήκος των βραχιόνων του. Τα α.ν. φαίνονται και με γυμνό μάτι, εκτείνονται σε πάρα πολύ μεγάλες… …
6νέφει — νέφος cloud neut nom/voc/acc dual (attic epic) νέφεϊ , νέφος cloud neut dat sg (epic ionic) νέφος cloud neut dat sg …
7νέφη — νέφος cloud neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νέφος cloud neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
8νεφέεσσι — νέφος cloud neut dat pl (epic) …
9νεφέεσσιν — νέφος cloud neut dat pl (epic) …
10νεφέων — νέφος cloud neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …