(τὸ αἴνιγμα
1Αίνιγμα — (ainigma) (греч.); aenigma (лат.) иносказание, загадка, символ, энигма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …
2αἴνιγμα — dark saying neut nom/voc/acc sg …
3αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …
4αίνιγμα — το, ατος 1. φράση σκόπιμα ασαφής ή διφορούμενη που το νόημά της πρέπει κανείς να το μαντέψει: Πολλές φορές τα βράδια μαζεύονταν και διασκέδαζαν λέγοντας αινίγματα. 2. σκοτεινός, ακατανόητος (για ανθρώπους ή πράγματα): Αυτός ο άνθρωπος είναι σωστό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αἴνιγμ' — αἴνιγμα , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc sg …
6αἰνιγμάτων — αἴνιγμα dark saying neut gen pl …
7αἰνίγμασι — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …
8αἰνίγμασιν — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …
9αἰνίγματα — αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc pl …
10αἰνίγματι — αἴνιγμα dark saying neut dat sg …