(στόμα
1στόμα — mouth neut nom/voc/acc sg …
2στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …
3στόμα — το 1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο. 2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα. 3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς. 4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg …
6στομάτεσσι — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …
7στομάτεσσιν — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …
8στομάτοιν — στόμα mouth neut gen/dat dual …
9στομάτων — στόμα mouth neut gen pl …
10στύμα — στόμα mouth neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc sg …