(ποσί τι
1πόσι — πόσις 1 husband masc voc sg πόσῑ , πόσις 1 husband masc dat sg (epic doric ionic aeolic) πόσις 2 husband fem voc sg πόσῑ , πόσις 2 husband fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …
2πόσι — το, Ν κεντητό κάλυμμα τού κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί …
3ποσί — πούς foot masc dat pl …
4Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5πόσις — πόσῑς , πόσις 1 husband masc acc pl (epic doric ionic aeolic) πόσις 1 husband masc nom sg πόσῑς , πόσις 2 husband fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πόσις 2 husband fem nom sg …
6πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …
7κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… …
8πόσ' — πόσε , πόσε whither? indeclform (adverb) πόσι , πόσις 1 husband masc voc sg πόσι , πόσις 2 husband fem voc sg πόσα , πόσος of what quantity? neut nom/voc/acc pl πόσε , πόσος of what quantity? masc voc sg πόσαι , πόσος of what quantity? fem… …
9Poseidon — This article is about the Greek god. For other uses, see Poseidon (disambiguation). Poseidon …
10Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… …