(παίζειν

  • 11ενόπλιος — ἐνόπλιος, ον (AM) [ένοπλος] 1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.) 2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ. β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.) αρχ. 1. μετρικός χρόνος που… …

    Dictionary of Greek

  • 12εφετίνδα — ἐφετίνδα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφετίνδα παίζειν εἶδος παιδιᾱς, ὅταν σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐφετὸς < ἐφίημι (πρβλ. ἔφεσις) + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ἀκινητ ίνδα (< ακίνητος + ίνδα), διελκυστ ίνδα (<… …

    Dictionary of Greek

  • 13κυβησίνδα — (Α) φρ. «κυβησίνδα παίζειν» το να παίζει κάποιος την εγκοτύλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Βλ. και λ. κύβη] …

    Dictionary of Greek

  • 14ληκίνδα — (Α) φρ. «ληκίνδα παίζειν» παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτ ίνδα). Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 15μυΐνδα — (Α) επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτίνδα) η επιρρηματική όμως κατάλ. τού τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»] …

    Dictionary of Greek

  • 16ξιφίνδα — (Μ) επίρρ. φρ. «ξιφίνδα παίζειν» παιχνίδι με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, μοσχ ίνδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 17οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… …

    Dictionary of Greek

  • 18παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 19πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… …

    Dictionary of Greek

  • 20ποσίνδα — Α επίρρ. 1. πόσες φορές 2. φρ. «ποσίνδα παίζειν» ονομασία παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα)] …

    Dictionary of Greek