(οὐρανόν

  • 71πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …

    Dictionary of Greek

  • 72παραπλάσσω — και παραπλάττω ΜΑ μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῑα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.) αρχ. μέσ. παραπλάττομαι προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῡ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλάσσω… …

    Dictionary of Greek

  • 73πεντάζωνος — ον, Α αυτός που έχει πέντε ζώνες («πεντάζωνον...ὑπόθεσθαι δεῑ τὸν οὐρανόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. επτά ζωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 74περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ …

    Dictionary of Greek

  • 75περιπολώ — περιπολῶ, έω, ΝΜΑ [περίπολος] περιφέρομαι ως φρουρός ενός τόπου ή ως ανιχνευτής σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῑν ἐν τοῑς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῑν τὴν χώραν», Ξεν.) μσν. ασχολούμαι με κάτι αρχ. 1. κινούμαι γύρω από κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 76πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …

    Dictionary of Greek

  • 77πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …

    Dictionary of Greek

  • 78ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 79προσανατείνω — Α 1. τεντώνω κάτι με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη 2. σηκώνω προς τα πάνω, ανυψώνω («προσανατείνειν τὴν κεφαλὴν καὶ τὰς χεῑρας εἰς οὐρανόν», Κλήμ. Αλ.) 3. (μέσ. και παθ.) προσανατείνομαι α) επισείω ως επί πλέον φόβητρο («παρῆν εἰς Ἀχαΐαν… …

    Dictionary of Greek

  • 80πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …

    Dictionary of Greek