(οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι

  • 1μετάπεμπτος — μετάπεμπτος, ον (Α) [πεμπτός] εκείνος τον οποίο προσκάλεσε κάποιος να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek