(κᾶδος
1κάδος — jar masc nom sg …
2κάδος — (I) ο (AM κάδος) κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού 2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους 3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος… …
3κάδος — ο δοχείο από ξύλο ή μέταλλο κατάλληλο για μεταφορά υγρών: Μεταφέρουμε γάλα μέσα σε κάδους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κᾶδος — κῆδος care about neut nom/voc/acc sg (doric) …
5κάδω — κάδος jar masc nom/voc/acc dual κάδος jar masc gen sg (doric aeolic) κά̱δω , κήδω trouble pres subj act 1st sg (doric) κά̱δω , κήδω trouble pres ind act 1st sg (doric) …
6κάδοι — κάδος jar masc nom/voc pl κά̱δοῑ , κήδω trouble pres opt act 3rd sg (doric) …
7κάδοις — κάδος jar masc dat pl κά̱δοις , κήδω trouble pres opt act 2nd sg (doric) …
8κάδον — κάδος jar masc acc sg …
9κάδου — κάδος jar masc gen sg κά̱δου , κήδω trouble pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) κά̱δου , κήδω trouble imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …
10κάδους — κάδος jar masc acc pl κά̱δους , κῆδος care about neut gen sg (attic epic doric) …