- mensorium
-
mēnsōrium, ī n.чашка весов Eccl
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
GRAPHOMETRUM — instrumentum mensorium, Veterum grumae quadantenus simile, de quo vide Salmas. ad Solin. p. 685 … Hofmann J. Lexicon universale
μηνσώριον — μηνσώριον, τὸ (Α) κάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensorium] … Dictionary of Greek
μισσούρι(ο)ν — μισσούρι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. είδος βαθιού πιάτου ή κανάτας για το κρασί 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missorium «πιάτο» < μσν. λατ. mensorium «δοχείο»] … Dictionary of Greek