Κήρυγμα

Κήρυγμα
Κήρυγμα
        (kerygma) (греч.) — извещение, проповедь, керигма.

Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. . 1983.


.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Κήρυγμα" в других словарях:

  • κήρυγμα — that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… …   Dictionary of Greek

  • κήρυγμα — το, ατος θρησκευτικός λόγος στους ναούς, διδασκαλία, προτροπή: Ο ιεροκήρυκας σήμερα έκανε ένα ενδιαφέρον κήρυγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κήρυγμ' — κήρυγμα , κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυγμάτων — κήρυγμα that which is cried by a herald neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύγμασι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύγμασιν — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύγματα — κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύγματι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύγματος — κήρυγμα that which is cried by a herald neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»