Ενάργεια

Ενάργεια
Ενάργεια
        (enargeia) (греч.) — непо-средств. очевидность. По Эпикуру, свойство чувств. восприятия; критерий истины.

Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. . 1983.


.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Ενάργεια" в других словарях:

  • ἐναργείᾳ — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάργεια — clearness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • ενάργεια — η 1. ευκρίνεια, σαφήνεια. 2. καθαρότητα ύφους, ζωηρότητα περιγραφής, δύναμη λόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναργείας — ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem acc pl ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργείαι — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργειῶν — ἐνάργεια clearness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργείαις — ἐνάργεια clearness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάργειαι — ἐνάργεια clearness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάργειαν — ἐνάργεια clearness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»